- περιστέλλω
- ΝΜΑνεοελλ.καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού»)νεοελλ.-μσν.περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών»)αρχ.1. επενδύω, περιβάλλω, καλύπτω ολόγυρα2. ντύνω, στολίζω, ετοιμάζω3. (σχετικά με νεκρό) α) αποδίδω τις καθιερωμένες τιμέςβ) στολίζωγ) περιτυλίγω με σάβανοδ) κηδεύω, θάβω4. αποκρύπτω5. (ρητ.) (σχετικά με λόγο) συμπυκνώνω, συμπτύσσω, κάνω περιληπτικό6. κατατέμνω, κατακόπτω, αποκόπτω7. (για ξίφος) μπήγω, στερεώνω καλά8. (σχετικά με τους νόμους και την πατρίδα) σέβομαι, τηρώ9. διακοσμώ10. μτφ. α) συγκαλύπτω, σκεπάζω ολόγυραβ) προστατεύω, υπερασπίζω, διαφυλάσσωγ) φροντίζω κάτι με στοργή, περιποιούμαι11. (κατά τον Ησύχ.) «περιστέλλεικοσμεῑ, σκέπει, φυλάττει, περιβάλλει»12. μέσ. περιστέλλομαια) καλύπτω ολόγυρα τον εαυτό μου, τόν περιβάλλωβ) φροντίζω, περιποιούμαι τον εαυτό μουγ) αποσύρομαι, αποχωρώ από την κοινωνία13. παθ. α) ιατρ. συστέλλομαι, συσπώμαι, περισφίγγομαιβ) απαλλάσσομαι από κάτι ή από κάποιον14. φρ. «ἐμαυτὸν περιστέλλων» — παίρνοντας σοβαρό ύφος.
Dictionary of Greek. 2013.